- κοσύμβη
- κοσύμβηshepherd's coatfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσύμβη — και κοσσύμβη, ἡ (Α) 1. κρωβύλος 2. δασύμαλλο ποιμενικό επανωφόρι 3. κράσπεδο φορέματος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀνάδεσμα, ἐγκόμβωμα, περίζωμα Αἰγύπτιον, ὅπερ αἱ Κρῆσσαι φοροῡσιν ὅμοιον ἀσπιδίσκω» 5. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) «ἐξωμίς χιτὼν ἅμα τε καὶ… … Dictionary of Greek
κοσυμβῶν — κοσύμβη shepherd s coat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσύμβην — κοσύμβη shepherd s coat fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… … Wikipedia
κοσσύμβη — κοσσύμβη, ἡ (Α) βλ. κοσύμβη … Dictionary of Greek
κοσυβάτας — κοσυβάτας, ὁ (Α) θύτης, ο ιερέας που τελούσε τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κοσύμβη] … Dictionary of Greek
κουτσουλώ — άω [κουτσουλιά] (για πτηνό) αποβάλλω περίττωμα, κάνω κουτσουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσυμβος / κοσύμβη, που σε ορισμένες διαλέκτους σημαίνει «ακέφαλος»] … Dictionary of Greek
κόσυμβος — και κόσσυμβος, ὁ (Α) 1. κρόσσι ενδύματος, φραμπαλάς 2. φιλές, δίχτυ μαλλιών 3. ταινία με την οποία συγκρατούσαν το κάτω ανασηκωμένο μέρος τής εξωμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κοσύμβη] … Dictionary of Greek